άδοτος

άδοτος
-η, -ο (Α ἄδοτος, -ον)
1. αυτός που δεν δόθηκε ή δεν πουλήθηκε, απούλητος
2. που δεν πληρώθηκε, απλήρωτος, ανεξόφλητος
αρχ.
αυτός στον οποίο δεν δόθηκε δώρο, ο χωρίς δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + δοτός.
ΠΑΡ. μσν. ἀδοτί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄδοτος — without gifts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδοτος — η, ο αυτός που δε δόθηκε, δεν πουλήθηκε: Τα περισσότερα καπνά τα είχε άδοτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδοτί — ἀδοτί επίρρ. (Μ) [ἄδοτος] χωρίς προσφορά χρημάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”